- λεπρή
- λεπρόςscalyfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέπρη — λέπρα leprosy fem nom/voc sg (epic ionic) λεπράω have pres imperat act 2nd sg (doric) λεπράω have pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) λεπράω have imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Лепрозорий — Бывший лепрозорий на о. Спиналонга. Лепрозорий (от позднелат. leprosus прокажённый, от др. греч … Википедия
Γκεόν, Aνρί — (Henry Gheon, Μπρεϊσίρ Σεν ε Μαρν 1875 – Παρίσι 1944). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα, δοκιμιογράφου και σκηνοθέτη Ανρί Λεόν Βανζόν (Vangeon). Αφού πήρε το πτυχίο ιατρικής, ανέπτυξε μεγάλη λογοτεχνική δραστηριότητα και… … Dictionary of Greek